σιφούνι

σιφούνι
το
σωλήνας στον υδρόμυλο από τον οποίο τρέχει το νερό στη φτερωτή του μύλου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σιφούνι — το, Ν βλ. σιφόνι …   Dictionary of Greek

  • σιφόνι — και σιφόν και σιφούνι, το, και σίφωνας και λόγιος τ. σίφων, ο, Ν 1. τεχνολ. α) διάταξη υδραυλικών εγκαταστάσεων, η οποία αποτελείται από κεκαμμένο σωλήνα σε σχήμα κεκλιμένου λατινικού S, τού οποίου το χαμηλότερο και κυρτό τμήμα είναι μόνιμα… …   Dictionary of Greek

  • σιφουνίζω — Ν [σιφούνι] (μτβ. και αμτβ.) (για βρεγμένα ενδύματα ή υφάσματα) στεγνώνω κάπως, μισοστεγνώνω …   Dictionary of Greek

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”